- ἐξηγοῦμαι
- ἐξηγέομαιto be leader ofpres ind mp 1st sg (attic epic doric)ἐξηγέομαιto be leader ofpres ind mid 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξηγούμαι — εξηγούμαι, εξηγήθηκα, εξηγημένος βλ. πίν. 74 (και ως απρόσ. εξηγείται) Σημειώσεις: εξηγούμαι : στον απλό προφορικό λόγο κλίνεται και κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ). Εκτός από παθητικό του εξηγώ, το ρήμα έχει και την έννοια δίνω εξηγήσεις για… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξηγώ — και ξηγώ, άω (AM ἐξηγῶ, έω, Α και ἐξηγοῡμαι, έομαι) 1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.) 2. μεταφράζω νεοελλ. 1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῡ Ηλίου») 2. μέσ. δίνω… … Dictionary of Greek
διεξηγούμαι — διεξηγοῡμαι ( έομαι) (Α) [εξηγούμαι] εκθέτω κάτι με λεπτομέρειες … Dictionary of Greek
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
παρεξηγώ — έω και παραξηγώ και παραξηγάω / παρεξηγοῡμαι έομαι, ΝΜΑ (νεοελλ. το ενεργ., μσν. αρχ. το μέσ.) εξηγώ λανθασμένα, εννοώ εσφαλμένα, παρεννοώ, παρερμηνεύω (α. «παρεξήγησες τα λεγόμενά μου» β. «παρεξηγεῑσθαι τὸν Ἀριστοτέλην», Σιμπλίκ. Ουρ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
προεξηγούμαι — έομαι, Α [ἐξηγοῡμαι] διηγούμαι προηγουμένως … Dictionary of Greek
προσεμβιβάζω — Μ [ἐμβιβάζω] 1. εισάγω κάτι μέσα σε κάτι άλλο επιπροσθέτως 2. μτφ. εξηγούμαι επιπροσθέτως («ἐπὶ τὰ βελτίω διαδεικνὺς καὶ προσεμβιβάζων», Χούμν. Ν.) … Dictionary of Greek
προσεξηγούμαι — έομαι, Α [ἐξηγοῡμαι] διηγούμαι, εξιστορώ επιπροσθέτως («προσεξηγησάμενος ὄνειρον ἀξιόπιστον ὕπαρ τι πάντας εὔφρανεν», ΠΔ) … Dictionary of Greek